- κρηπίς
- (I)κρηπίς, -ῑδος, ἡ (AM)βλ. κρηπίδα.————————(II)ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crepis < λατ. crepis < κρηπίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρηπίς — κρηπί̱ς , κρηπίς man s high boot fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδα — κρηπίς man s high boot fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδας — κρηπίς man s high boot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδες — κρηπίς man s high boot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδι — κρηπίς man s high boot fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖδος — κρηπίς man s high boot fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖσι — κρηπίς man s high boot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπῖσιν — κρηπίς man s high boot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρήπις — θεοκρήπις, ιδος, ή (Α) (για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι κρήπις, εϋ κρήπις] … Dictionary of Greek
κρηπῖδ' — κρηπῖδα , κρηπίς man s high boot fem acc sg κρηπῖδι , κρηπίς man s high boot fem dat sg κρηπῖδε , κρηπίς man s high boot fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)